- ενστάλαξη
- [-ις (-εως)] η1) вливание по капле, накалывание; закапывание (лекарства и т. п.) 2) перен. (постепенное) внушение; привитие (мысли, чувства), насаждение (взглядов и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενστάλαξη — η [ενσταλάζω] 1. η αργή εκροή υγρού στάλα στάλα 2. θεραπευτική μέθοδος κατά την οποία εισάγεται με σταγόνες υγρό φάρμακο μέσα σε κάποια κοιλότητα τού οργανισμού … Dictionary of Greek
ενστάλαξη — η 1. το στάξιμο υγρού μέσα σε κάτι. 2. το χύσιμο σταγόνων φαρμάκου σε κοιλότητα του οργανισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οφθαλμοαντίδραση — και οφθαλμαντίδραση, η διαγνωστική δοκιμασία που γίνεται με την ενστάλαξη μικρής ποσότητας αραιού διαλύματος μιας ουσίας στο μάτι … Dictionary of Greek